Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὁρισμὸν, τὸν


Ερμηνεία:

 [ὁ ὁορισμός, τοῦ του ορισμοῦ (καθορισμός,, προσδιορισμός, η ανάπτυξη του βάθους μιας έννοιας, πρόταση που περιλαμβάνει τα βασικά γνωρίσματα μιας έννοιας ]



Ετυμολογία:

[< (Αρχ.) ὁρίζω (βάζω όρια, καθορίζω , προσδιορίζω, δίνω τον ορισμό κάποιας έννοιας, κατέχω κάποιο αντικείμενο, εξουσιάζω, προστάζω) Καινή Διαθήκη: 8 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ  Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν …[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: